10.5.2. Τοπωνύμια
Παρατίθενται οι βασικοί κανόνες γραφής ή μεταγραφής στην ελληνική των ξένων τοπωνυμίων.
Αφού λοιπόν το πρόβλημα με τη μεταγραφή των ανθρωπωνυμίων είναι όντως αμελητέο σε επίπεδο Ένωσης, η ανάλυση του θέματος επικεντρώνεται κυρίως στον τρόπο γραφής (ή μεταγραφής) των τοπωνυμίων. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ευθύς εξαρχής ότι —σε ό,τι αφορά τα ενωσιακά κείμενα— η παρατήρηση που έγινε για τα ανθρωπωνύμια ισχύει σε σημαντικό βαθμό και για τα τοπωνύμια: το ποσοστό των τοπωνυμίων που μεταφράζονται ή μεταγράφονται στα ελληνικά είναι πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό που συναντά κανείς σε έγγραφα άλλου είδους (δημοσιογραφικά, ιστορικά, λογοτεχνικά κ.λπ.).
Για το θέμα της γραφής των ξένων τοπωνυμίων ισχύουν οι εξής βασικοί κανόνες:
- Για όσα τοπωνύμια έχει καθιερωθεί από καιρό μια εξελληνισμένη γραφή ή μια συγκεκριμένη ορθογραφία, αυτή παραμένει αμετάβλητη.
Φυσικά, ο κανόνας αυτός αφήνει ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας, καθώς το «έχει καθιερωθεί» και το «από καιρό» επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες. Αυτή, άλλωστε, είναι και η βασική αιτία των διαφωνιών που υπάρχουν ως προς τη γραφή πολλών τοπωνυμίων, ακόμη και μεταξύ έγκυρων λεξικών. Πάντως, είναι σαφές ότι υπάρχουν τοπωνύμια για τα οποία είναι αναμφισβήτητο ότι υπάρχει καθιερωμένη εξελληνισμένη γραφή και ορθογραφία, η οποία και πρέπει να χρησιμοποιείται στα κείμενά μας (για παράδειγμα, για τη Ρώμη είναι αναμφισβήτητο ότι υπάρχει καθιερωμένη εξελληνισμένη γραφή και ορθογραφία), όπως υπάρχουν και τοπωνύμια για τα οποία είναι αναμφισβήτητο ότι αυτό δεν ισχύει, οπότε πρέπει να εφαρμόζουμε τα προβλεπόμενα στο αμέσως επόμενο στοιχείο β) (για παράδειγμα, για τον γαλλικό νομό Vaucluse είναι αναμφισβήτητο ότι δεν υπάρχει καθιερωμένη εξελληνισμένη γραφή και ορθογραφία). Ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες υπάρχει μια αρκετά μεγάλη «γκρίζα ζώνη», στην οποία κατατάσσονται τα τοπωνύμια για τα οποία υφίστανται δύο ή περισσότερες αρκετά διαδεδομένες αποδόσεις στα ελληνικά, με αποτέλεσμα να υπάρχει αμφισβήτηση σχετικά με την καθιέρωση ή την υπεροχή της μιας ή της άλλης απόδοσης (Σκωτία ή Σκοτία, Λεττονία ή Λετονία κ.λπ). Η διαφορά μεταξύ της δεύτερης περίπτωσης και της «γκρίζας ζώνης» έγκειται στο ότι στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει γενική συμφωνία για την έλλειψη καθιερωμένης εξελληνισμένης γραφής και ορθογραφίας, ενώ στην «γκρίζα ζώνη» ο καθένας πιστεύει ότι υπάρχει καθιερωμένη εξελληνισμένη γραφή και ορθογραφία και ότι αυτή η καθιερωμένη γραφή συμπίπτει με την εκδοχή που προτιμά ο ίδιος (για παράδειγμα στο ορθογραφικό λεξικό Μπαμπινιώτη υποστηρίζεται ότι η γραφή Σκωτία είναι καθιερωμένη, αλλά πολλοί άλλοι —για παράδειγμα το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη— δεν ασπάζονται την άποψη αυτή). Στην τελευταία περίπτωση μπορούμε να μειώσουμε το εύρος της εν λόγω «γκρίζας ζώνης» με δύο τρόπους:
- υιοθετώντας επίσημα και εφαρμόζοντας απαρέγκλιτα σε επίπεδο ενωσιακής υπηρεσίας —στην ιδανική περίπτωση, σε διοργανικό επίπεδο— μία από τις εν λόγω αποδόσεις (όπως έγινε με τη λέξη Λισαβόνα)·
- επιλέγοντας —αν δεν υπάρχει τέτοια επίσημη απόφαση— τον απλούστερο τύπο, όταν όλοι οι τύποι εκπροσωπούνται επαρκώς, χωρίς κάποιος να υπερέχει συντριπτικά των άλλων. Αντίθετα, σε περίπτωση συντριπτικής υπεροχής ενός τύπου, έστω και γλωσσολογικά αμφιλεγόμενου, συνιστάται η υιοθέτησή του, διότι δημιουργείται τεκμήριο καθιέρωσης.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, αβεβαιότητες, διλήμματα και διαφωνίες θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Το θέμα είναι τόσο πολύπλοκο και έχει τόσο πολλές παραμέτρους που, όσο μεγάλη και σοβαρή προσπάθεια συστηματοποίησης κι αν γίνει, πάντα θα υπάρχουν «ατίθασα» τοπωνύμια —και ανθρωπωνύμια— (είναι, άλλωστε, τόσο πολλά) που θα παρεκκλίνουν από τους κανόνες και θα διεκδικούν ειδική μεταχείριση.
- Για όσα τοπωνύμια δεν έχουν καθιερωμένη γραφή στα ελληνικά ή πρωτογράφονται, μπορεί να χρησιμοποιείται η πρωτότυπη γραφή τους στο λατινικό αλφάβητο, πράγμα που γίνεται ευρύτατα στα ενωσιακά έγγραφα. Αν, όμως, αποφασιστεί να μεταγραφούν στα ελληνικά, επιδιώκεται (όπως και για τα ανθρωπωνύμια) αφενός η κατά το δυνατόν ακριβής απόδοση της προφοράς τους και αφετέρου η απλούστερη γραφή τους στα ελληνικά.
- Σε σχέση με το ζήτημα της μεταγραφής ή της μη μεταγραφής του τοπωνυμίου στα ελληνικά, υπάρχει (πέραν του κριτηρίου της καθιέρωσης) και ένα σημαντικό πρακτικό κριτήριο. Ο έλληνας μεταφραστής, στην απόφασή του να γράψει στα ελληνικά το τοπωνύμιο ή να το αφήσει στη λατινική γραφή του, επηρεάζεται πολλές φορές από το πρωτότυπο. Όταν, για παράδειγμα, το αγγλικό πρωτότυπο παραθέτει κάποια τοπωνύμια στην αυθεντική τους γλώσσα, μολονότι υπάρχει το αντίστοιχό τους στα αγγλικά (π.χ. λέει region of Toscana και όχι region of Tuscany ή province of Firenze και όχι province of Florence), τότε και ο έλληνας μεταφραστής αφήνει τα τοπωνύμια αμετάφραστα, ακόμη και αν υπάρχουν πολύ γνωστές αποδόσεις τους στα ελληνικά. Αν, όμως, στο πρωτότυπο είναι «μεταφρασμένα», τα γράφει κι εκείνος, κατ’ αντιστοιχία, στα ελληνικά. Μάλιστα, στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι συχνά αναγκασμένος να ακολουθήσει το πρωτότυπο και να μεταφράσει το τοπωνύμιο στα ελληνικά, αφού, ακόμη και αν ήθελε να το γράψει στην αυθεντική γλώσσα, του είναι δύσκολο να το βρει. Για παράδειγμα, όταν το αγγλικό πρωτότυπο —ευτυχώς σπάνια— γράφει Lesser Poland ή Greater Poland, ο έλληνας μεταφραστής θα μεταφράσει πολύ λογικά Μικρή και Μεγάλη Πολωνία, γιατί δεν του είναι πάντοτε εύκολο να βρει τους αυθεντικούς πολωνικούς όρους (Małopolskie — Wielkopolskie).
- Σε ό,τι αφορά την κλίση των τοπωνυμίων, επισημαίνεται ότι, κατά γενικό κανόνα, τα ευρέως και παλαιόθεν γνωστά ξενικά τοπωνύμια που η μορφή τους ανταποκρίνεται στο τυπικό της ελληνικής γλώσσας κλίνονται (π.χ. η Κένυα, της Κένυας· η Νικαράγουα, της Νικαράγουας· το Μεξικό, του Μεξικού· το Σικάγο, του Σικάγου κ.ο.κ.). Δεν κλίνονται αν έχει καθιερωθεί η άκλιτη μορφή (π.χ. το Τορόντο, του Τορόντο· η Μπογοτά, της Μπογοτά· το Ναϊρόμπι, του Ναϊρόμπι· το Μονακό, του Μονακό). Η κατάσταση είναι πολύ πιο ρευστή όσον αφορά τα τοπωνύμια που, χωρίς να έχουν υποστεί εξελληνισμό ούτε να διαθέτουν απολύτως καθιερωμένη χρήση, έχουν μορφή που ανταποκρίνεται στο ελληνικό τυπικό (κυρίως τα θηλυκά σε -α και τα ουδέτερα σε -ο). Εδώ τον κυριότερο ρόλο τον παίζει το γλωσσικό αισθητήριο, ενώ η κυριότερη πηγή αδόκιμων ή και κωμικών εκδοχών (π.χ. το Πεκίνο, του Πεκίνο· η Ονδούρα, της Ονδούρα) είναι η σύγχυση ανάμεσα στην πρωτότυπη μορφή του ονόματος και μια μορφή που έρχεται μέσω άλλων γλωσσών ή είναι προϊόν παλαιότερου εξελληνισμού.
- Σε κάθε περίπτωση, η ελάχιστη και αυτονόητη απαίτηση είναι ότι στο κάθε συγκεκριμένο έγγραφο πρέπει να υπάρχει ομοιομορφία στην απόδοση του ίδιου τοπωνυμίου. Πράγματι, είναι αδιανόητο και ανεπίτρεπτο να εμφανίζονται στο ίδιο κείμενο πολλές και διάφορες αποδόσεις ή ορθογραφήσεις για το ίδιο τοπωνύμιο.